Αν εξαιρεθούν τα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν μια ανώριμη αγορά βιολογικών προϊόντων, (όπως η Ελληνική), όπου δυο τρεις ντουζίνες ακραίων παραγωγών και εμπόρων προσδίδουν στην βιολογική αγορά τον χαρακτηρισμό «φαρμακείο», τα προϊόντα της εν λόγω αγοράς είναι κατά ένα φυσιολογικό ποσοστό ακριβότερα από τα αντίστοιχα βιολογικά. Όμως:
– Για ποιους λόγους ένα βιολογικό προϊόν (πρέπει να) είναι σχετικά ακριβότερο από το αντίστοιχο συμβατικό; Είναι αυτή η «ακρίβεια» δικαιολογημένη;
– Γενικά, τα προϊόντα της βιολογικής Γεωργίας θεωρούνται πως είναι κατώτερης ποιότητας, συνεπώς η τιμή τους, δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να μη ξεπερνά την τιμή των αντίστοιχων συμβατικών, τα οποία μάλιστα ο μέσος έλληνας καταναλωτής θεωρεί «καλύτερης ποιότητας».
Τα παραπάνω είναι δύο από τις πολλές επιδερμικές αξιολογήσεις που αποδεικνύουν το μεγάλο κενό ενημέρωσης που υπάρχει στην κοινωνία μας γύρω από το περιεχόμενο της Βιολογικής Γεωργίας. Αποδεικνύουν, αν θα ‘θελε κανείς, το πόσο μακριά είναι ο μέσος έλληνας καταναλωτής από αυτό που λέμε κριτική στάση και αίσθημα κοινωνικής ευθύνης.
Σήμερα στην εποχή της διαρκώς οξυνόμενης οικολογικής και (δια)τροφικής κρίσης…
Η περίφημη «ακρίβεια» των βιολογικών προϊόντων
Ίσως ευθύς εξαρχής θα πρέπει να υπενθυμίσει κανείς πως ο μέσος Έλληνας καταναλωτής ανέχεται αγόγγυστα σκανδαλώδεις αποκλίσεις τιμών μέσα στα ίδια τα αγροτικά συμβατικά προϊόντα. Αποκλίσεις συχνά πολλαπλάσια μεγαλύτερες από ότι μεταξύ αυτών και των αντίστοιχων βιολογικών.
Λ.χ. ανέχεται αποκλίσεις που αφορούν ίδιο συμβατικό προϊόν, ίδιας ποιότητας, ίδια χρονική στιγμή, απλώς σε διαφορετικά σημεία πώλησης.
Επίσης αποκλίσεις στο ίδιο το συμβατικό προϊόν σε διαφορετική εποχή, όταν συγκεκριμένα μετά μανίας αγοράζει στην καρδιά του χειμώνα πανάκριβα θερινά προϊόντα.
Πίσω από την «διαφορά τιμής» μεταξύ βιολογικών και αντίστοιχων συμβατικών προϊόντων υπάρχει μια ολόκληρη
προβληματική η οποία αγνοείται ή/και παραβλέπεται: Η Χημική-Εντατική Γεωργία, η οποία αποτελεί σήμερα έναν ισότιμο πλέον συναυτουργό της (Δια)τροφικής και Οικολογικής Κρίσης γενικότερα.
Η ευθύνη για την εξέλιξη αυτή, φυσικά και δεν μπορεί να καταλογισθεί μόνο στον παραγωγό αγροτικών προϊόντων, ο οποίος είναι ο τελευταίος στην μεγάλη σειρά των συνυπεύθυνων και βέβαια εγκλωβισμένος στην «τυφλή τεχνο-οικονομική φυγή προς τα μπρος» της Χημικής-Εντατικής Γεωργίας. Πολύ πριν τους απλούς αγρότες, άλλοι είναι εκείνοι οι οποίοι μοιράζονται την μεγάλη ευθύνη της «χημειοποίησης και βιομηχανοποίησης» της αγροτικής παραγωγής: Είναι οι αγρο-πολιτικοί, οι θεωρητικοί της συμβατικής αγρονομικής και αγρο-οικονομικής επιστήμης, οι γεωτεχνικοί και βέβαια ο μεγάλος συνυπεύθυνος: Ο καταναλωτής.
Επειδή η Φύση προειδοποιεί ότι οι ανοχές της εξαντλούνται, η μεταβιομηχανική κοινωνία, άρχισε δειλά δειλά τελευταία να προσπαθεί να αντικειμενικοποιήσει και να ποσοτικοποιήσει τις «παράπλευρες απώλειες» της Χημικής Εντατικής Γεωργίας. Το λεγόμενο «εξωτερικό κόστος» που προκύπτει και που έρχεται στην επιφάνεια με τις σχετικές επιστημονικές μελέτες, είναι τεράστιο και δραματικά αυξανόμενο.
Οι επιστήμονες που το «μετρούν» καταλήγουν στο συμπέρασμα πως τελικά, ο συμβατικός καταναλωτής πληρώνει τα συμβατικά προϊόντα που αγοράζει στην ουσία 3 φορές:
1) Μια στο ταμείο όταν καταβάλει την όποια τιμή τους.
2) Ως φορολογούμενος για να ενισχυθούν οι αγρότες μέσο επιδοτήσεων.
3) Πάλι ως φορολογούμενος όταν καλείται να καλύψει το κόστος μέτρων, μέσα από τα οποία επιχειρείται η επούλωση των οικολογικών και των τραυμάτων υγείας που προξενούνται από την ληστρική βουλιμία της βιομηχανο-καταναλωτικής κοινωνίας.
Τα προϊόντα της χημικής εντατικής γεωργίας μπορεί εκ πρώτης όψεως να είναι, όταν είναι, ονομαστικά φθηνότερα σε σχέση με τα βιολογικά στο ταμείο.
Όμως η «φθήνια» αυτή οφείλεται αδιαμφισβήτητα στην εντατικοποίηση της παραγωγής που με τη σειρά της σημαίνει μαζικοποίηση, που πάλι με την σειρά της η τελευταία σημαίνει «χημειοποίηση» της φυτικής και ζωικής παραγωγής, ευτελισμό της «εσωτερικής» ποιότητας των αγροτικών προϊόντων και ειδών διατροφής, δραστική εκποίηση της γονιμότητας του εδάφους, μόλυνση και αποσταθεροποίηση του περιβάλλοντος.
Αυτονόητο είναι λοιπόν πως το να παράγει κανείς «φθηνά» προϊόντα «σήμερα» οφείλεται στο γεγονός ότι ανενδοίαστος μπορεί και «κλέβει» πόρους που δικαιωματικά ανήκουν και στις «αυριανές» γενιές.
Η «υποδιαίστερη» Ποιότητα των Βιολογικών Προϊόντων
Υπό μια έννοια, «ποιότητα» ενός συγκεκριμένου προϊόντος είναι το αποτέλεσμα (η απόφανση) της σύγκρισης του με ένα πρότυπο.
Στον τομέα των αγροτικών προϊόντων και ειδών διατροφής, μεταπολεμικά κυριάρχησε και κυριαρχεί ακόμη και τώρα ένα αυτό-προσδιοριζόμενο και αποκομμένο από τις ανοχές της Φύσης πρότυπο ποιότητας. Το εν λόγω πρότυπο εξώθησε και εξωθεί τους παραγωγούς αγροτικών προϊόντων σε μετωπική σύγκρουση με τη Φύση προκειμένου αυτοί να ικανοποιήσουν τις συχνά παράλογες καταναλωτικές απαιτήσεις (όσο γίνεται πιο μεγάλο, πιο χρωματιστό, πιο στιλπνό, πιο σκληρό, πιο πρώιμο, «φθηνό και καλό», όπως χαρακτηριστικά θέλει η κοινωνία μας..!)
Πραγματικά, στη μεταπολεμική περίοδο η Χημική Γεωργία πέτυχε να παράγει τέτοια προϊόντα, ομοιόμορφα, χρωματιστά, χοντρά, στιλπνά, …τετράγωνα, κ.λ.π.), εκ πρώτης όψεως «ποιοτικά» αριστουργήματα…
Ο σημερινός ανυποψίαστος μέσος καταναλωτής λίγο γνωρίζει, ή και ενδιαφέρεται για το τι προηγήθηκε κατά την διαδικασία παραγωγής, ώσπου αυτά τα προϊόντα να φτάσουν στο τραπέζι του. Προηγήθηκε ένας τρόπος παραγωγής τόσο υψηλότερα και εντατικότερα «χημειοποιημένος», όσο το “ποιοτικό αποτέλεσμα” του συγκεκριμένου προϊόντος είναι πιο εντυπωσιακό.
Όταν κάποια στιγμή το μεταπολεμικό ποιοτικό πρότυπο οδήγησε στο σημείο να διασαλευτεί η κατ’ ουσίαν ποιότητα των αγροτικών προϊόντων και ειδών διατροφής, η βιομηχανική-καταναλωτική κοινωνία άρχισε να δρέπει τους καρπούς με τη μορφή «διατροφικών σκανδάλων, ατυχημάτων» κ.λ.π. Ωστόσο, αντί να ρίχνει το βάρος στον αναπροσανατολισμό και την αλλαγή φιλοσοφίας της Γεωργίας που εφαρμόζει, στήνει ένα διαρκώς διογκούμενο σύστημα διαχείρισης της (Δια)Τροφικής Κρίσης, (πολύπλοκα όσο και πολυδάπανα νομικοτεχνικά συστήματα ελέγχων και αλληλοελέγχων, πιστοποιήσεων και αλληλοπιστοποιήσεων)
Η ανώτερη Εσωτερική Ποιότητα των Βιολογικών Προϊόντων
Αντίθετα με το «συμβατικό ποιοτικό πρότυπο», το αντίστοιχο της βιολογικής Γεωργίας είναι διευρυμένο με την οικολογική και κοινωνική διάσταση.
Η βιολογική ποιότητα ενσωματώνει κοινωνική ευθύνη, μικρό εξωτερικό κόστος, μικρή εκποίηση πόρων, περιποίηση του ζωτικού χώρου, αισθητική, Πολυλειτουργική Γεωργία, κ.λ.π., κ.λ.π.
Όμως η «Βιολογική Ποιότητα» δεν περιέχει μόνο «αξίες» σαν τις προαναφερόμενες:
Καταρχήν ο κίνδυνος να είναι φορέας τοξικών ουσιών είναι ελαχιστοποιημένος. Επιπλέον αδιαμφισβήτητη είναι η υπεροχή του Βιολογικού Προϊόντος όσον αφορά την «βιοθρεπτική» του ποιότητα (βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία, πληρότητα γεύσης).
Η πείρα αποδεικνύει πως όταν ο βιοκαλλιεργητής εμπεδώσει τις γνώσεις του και πλέον ξαναβρεί την “επαφή» του με τη Φύση, τα βιολογικά προϊόντα που παράγει μπορούν να ανταγωνίζονται και από άποψη εμφάνισης τα αντίστοιχα συμβατικά.
Σε κάθε περίπτωση η Βιολογική Ποιότητα απαιτεί ένα καταναλωτή διαφορετικό από τον σημερινό μαζικό καταναλωτή. Ο τελευταίος όντας αποκομμένος από τα πραγματικώς τεκταινόμενα στην διαδικασία της Χημικής – Εντατικής παραγωγής περιορίζεται στο να «τρώει» τα προϊόντα που αγοράζει απλώς «με τα μάτια» και αποφαίνεται ότι τα βιολογικά είναι «ακριβότερα» αν και ταυτοχρόνως υποδεέστερα.
Πρόκειται για μια επιπόλαια σύγκρισή που αναπόφευκτα οδηγεί στην εξαγωγή «νόθων» συμπερασμάτων.
-Κώστας Ιγνατιάδης
Γεωργο-οικονομολόγος, Διευθυντής ”ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗΣ”, 59300 Αλεξάνδρεια
Σχολιάστε το άρθρο