Συχνά οι ασθενείς μου παραπονιούνται για συναισθήματα ντροπής και ζήλιας. Δυο συναισθήματα κοινά σε όλους μας, που όμως οι περισσότεροι αδυνατούν να τα παραδεχτούν και τα αρνούνται. Το ψυχοθεραπευτικό περιβάλλον επιτρέπει στα άτομα να εκφράσουν σκέψεις και συναισθήματα που βρίσκουν εξαιρετικά δύσκολο να μοιραστούν στην καθημερινότητα τους, ακόμα και με τους πιο κοντινούς τους ανθρώπους. Άλλωστε, το συναίσθημα της ντροπής συνδέεται άμεσα με το αίσθημα αποτυχίας. Μιας βαθιάς αποτυχίας που συνδέεται με τη δυσκολία σύνδεσης και επικοινωνίας με τους άλλους.
Ας σκεφτούμε πόσο πίσω πάει το συναίσθημα της ντροπής. Το νήπιο που ντρέπεται τους ξένους, το παιδάκι που ντρέπεται να πάει στον παιδικό σταθμό, στο σχολείο κλπ., τον έφηβο που ντρέπεται γιατί νιώθει ότι δεν τα καταφέρνει στα μαθήματα και δεν τον αποδέχονται οι συνομήλικοι του. Και πάλι ντροπή και πάλι αποτυχία. Αργότερα στη δουλειά αυτή η βαθιά εσωτερικευμένη ντροπή ευθύνεται για καταστάσεις όπου ο εργαζόμενος μπροστά στον εργοδότη του χάνει τα λόγια του, πανικοβάλλεται, αισθάνεται ταπεινωμένος και ανίκανος. Ντρέπεται γιατί νιώθει ότι δεν τα καταφέρνει, ότι έχει αποτύχει στα μάτια του διευθυντή του και των συναδέλφων του.
Η ντροπή ως συναίσθημα συνδέεται με τη δυσκολία του ατόμου να εκφράσει τον αληθινό του εαυτό, καθώς φοβάται ότι αυτός ο αληθινός εαυτός θα ματαιωθεί και θα παρερμηνευτεί, θα περιγελαστεί και θα κακοποιηθεί από τους άλλους. Έτσι αντ αυτού το άτομο φοράει τον μασκαρεμένο του εαυτό που πασχίζει με νύχια και με δόντια να κρατήσει τον αυθεντικό εαυτό καλά κρυμμένο. Και όταν ψήγματα του αληθινού εαυτού έρχονται στην επιφάνεια, όταν καταφέρνει να ξεπεράσει το φύλαχτρο του καταπιεστή μασκαρεμένου εαυτού, τότε το άτομο βιώνει το συναίσθημα της ντροπής. Έτσι, μένει βαθιά εκτεθειμένος στον περίγελο των άλλων!
Αυτή η βαθιά απογοήτευση του αληθινού εαυτού έχει τις ρίζες του στην πρωταρχική σχέση με τη μητέρα. Το μωρό σε αυτό το πρώιμο στάδιο της ανάπτυξης του ένιωσε την αποτυχία της αληθινής και βαθιάς επικοινωνίας και σύνδεσης με τη μητέρα του. Είναι από τότε που ξεκινάει αυτή η βαθιά απογοήτευση με τον εαυτό. Η αποτυχία της σύνδεσης καταλογίζεται στον ίδιο και έτσι όλες οι άλλες εμπειρίες αποτυχίας επιβεβαιώνουν την αναξιότητα του αληθινού εαυτού. Αισθάνεται ότι έχει ματαιώσει τις προσδοκίες των άλλων από εκείνον και έτσι το άτομο μπαίνει στη διαδικασία της συνεχούς παρακολούθησης του εαυτού του, έτσι ώστε να ταιριάξει με τις επιθυμίες και τα θέλω των άλλων. Πολλές φορές η ντροπή συνοδεύεται από ενοχές, φόβο, απογοήτευση και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αυτή η αίσθηση ανικανότητας μπορεί να πάρει τρομακτικές διαστάσεις, καθώς μπορεί να προκαλέσει μαζικά ψυχικά κύματα ντροπής, αφήνοντας το άτομο να νιώθει ξεγυμνωμένο, πανικοβλημένο, εξαιρετικά θυμωμένο και σε πιο ακραίες περιπτώσεις μπορεί να το οδηγήσει στην βαθιά κατάθλιψη και την αυτοκτονία. Αυτή η τυραννική σχέση με τον εαυτό είναι μια ψυχική κατάσταση που φέρουν πάρα πολλοί άνθρωποι που δυστυχώς αρνούνται να αντιμετωπίσουν και να αλλάξουν. Αυτή η τοξική ντροπή δεν αφήνει περιθώρια συμπόνιας, κατανόησης, ενσυναίσθησης και αγάπης για τον εαυτό. Και φυσικά το άτομο δεν επιδιώκει να πάρει από τους άλλους τίποτα, δεν ζητάει τίποτα δεν περιμένει τίποτα.
Εξελικτικά, η ντροπή όπως είδαμε παραπάνω ξεκινάει όταν η μητέρα αποτυγχάνει να συνδεθεί αληθινά με το μωρό της. Αυτό το μωρό νιώθει την απόρριψη και τη μοναξιά με μεγάλη οξύτητα. Πειράματα έχουν δείξει ότι τα συναισθήματα που επικοινωνεί η μητέρα μέσα από το βλέμμα της στο μωρό της παίζει σημαντικό ρόλο για την υγιή νοητική και ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού. Δηλαδή, αν το κοιτάει με κατανόηση, αγάπη, ανιδιοτέλεια, και ενσυναίσθηση τότε έχουμε ένα μωρό αρκετά ασφαλές και σίγουρο. Αν από την άλλη, η μητέρα μέσα από το βλέμμα της επικοινωνεί τις δικές της ανάγκες, τις δικές της προσδοκίες, τα δικά της αιτήματα τότε αυτό το μωρό θα νιώσει απομονωμένο και ψυχικά απροστάτευτο. Θα του είναι δύσκολο μεγαλώνοντας να είναι ο αυθεντικός του εαυτός, καθώς ασυνείδητα θα προσπαθεί να ικανοποιήσει την μητέρα του. Έτσι, το άτομο κατασκευάζει λόγω άμυνας έναν ψεύτικο εαυτό, προσπαθώντας να προστατεύσει και να σώσει κάτι από τον αληθινό του εαυτό. Σε αυτή την πρωταρχική σχέση βασίζεται και η ένταση της ντροπής που το άτομο θα νιώσει στην πορεία της εξέλιξής του.
Η ντροπή και η ζήλια είναι οι ψυχικές καταστάσεις που ταλανίζουν τον ανθρώπινο ψυχισμό. Όπως ξέρουμε η ζήλια είναι ένα συναίσθημα που όλοι οι άνθρωποι αισθάνονται βέβαια σε διαφορετικό βαθμό και ένταση. Η ζήλια έρχεται πολλές φόρες από εκεί που δεν την περιμένουμε και έτσι ξαφνικά διεισδύει και μολύνει την αγάπη και την εμπιστοσύνη μεταξύ των ανθρώπων. Πράγματι, η ζήλια είναι ένα από τα πιο διαταρακτικά συναισθήματα που σε μεγάλη ένταση μπορεί να προκαλέσει βαθιά θλίψη και αγωνία στο άτομο. Για μια ακόμη φορά, το συναίσθημα της ζήλιας σχετίζεται με την ανασφάλεια, την κτητικότητα και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Και αυτό το συναίσθημα μπορεί να γίνει τοξικό, ανυπόφορο και να οδηγήσει το άτομο σε ακραίες συμπεριφορές. Η ντροπή και η ζήλια αλληλοτροφοδοτούνται. Ο Mollon, μας λέει ότι: «η ζήλια θεωρείται από το ίδιο το άτομο ως ένα σημάδι αδυναμίας και απρεπούς κτητικότητας, όπου ο πόνος που προκαλείται από την ζήλια αναμιγνύεται με συναισθήματα ντροπής. Στη ζήλια κυριαρχεί η σύγκριση με τον άλλο. Αυτός ο άλλος έχει κάτι που εμείς θέλουμε, ποθούμε, αγαπάμε, ζητάμε να το κάνουμε κτήση μας. Όταν αυτή η ανταγωνιστική σχέση με τον άλλο και η σύγκριση μαζί του βγάζει τον εαυτό ανεπαρκή σε σχέση με τον συγκρινόμενο, τότε ο ζηλιάρης εαυτός δυναμώνει και υπερτερεί. Και έτσι ο κύκλος ζήλια –ντροπή, ντροπή -ζήλια πυροδοτείται».
Ένας συχνός λόγος ζήλιας στους ενήλικες είναι η ερωτική σχέση μεταξύ αντρών και γυναικών. Συχνά οι γυναίκες αισθάνονται ότι οι άντρες τις εξαπατούν και ότι βρίσκουν όλο και πιο εξελιγμένους τρόπους για να τις παραπλανήσουν. Από την άλλη οι γυναίκες αναπτύσσουν όλο και περισσότερο την ικανότητα τους να ανιχνεύουν τις απιστίες των συντρόφων τους και να αντιλαμβάνονται τα εξωλεκτικά σημάδια επικοινωνίας. Εδώ βλέπουμε ότι η ζήλια συμβάλει σε ένα εξελικτικό μονοπάτι που διασφαλίζει την καλύτερη αναπαραγωγή του είδους.
Από την άλλη, η ανθρώπινη φύση είναι τέτοια που είναι μάλλον αδύνατο να αποφύγουμε την εσωτερική συναισθηματική κατάσταση του ανικανοποίητου, της μιζέριας, της σύγκρουσης, της ζήλιας, της ντροπής, της δυστυχίας. Το ερώτημα που τίθεται είναι ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΕ ΑΥΤΑ ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι, ότι πάνω από όλα είναι εκεί γιατί ως άνθρωποι είμαστε περίπλοκα όντα με έναν τεράστιο πλούτο ικανοτήτων, δυνατοτήτων, συναισθημάτων και βεβαία νόησης. Ο συνδυασμός των στοιχείων αυτών για τον κάθε ένα από εμάς είναι μοναδικός. Το κλειδί λοιπόν είναι ότι καλούμαστε να μας καταλάβουμε, να ανακαλύψουμε τί είμαστε, γιατί είμαστε και τί μπορούμε να κάνουμε. Η δύναμή μας βρίσκεται στη δυνατότητα που έχουμε να επεξεργαζόμαστε τον ψυχισμό μας και χρησιμοποιώντας τη νόηση και την καλλιέργεια να εξελιχθούμε νιώθοντας όλο και λιγότερο επώδυνα συναισθήματα.
Όταν λοιπόν οι ασθενείς με ρωτούν, μα τί τα κάνουμε αυτά τα δύσκολα συναισθήματα; Τους απαντώ: Τα νιώθουμε… και αφού τα νιώσουμε και τα κατανοήσουμε τους δώσουμε αξία και νόημα, αφού τα κάνουμε δικά μας τότε εκείνα παίρνουν μέσα στον ψυχισμό μας τη σωστή διάσταση και μας ταλαιπωρούν πολύ λιγότερο. Αντίθετα, όταν τα απαξιώνουμε, τα αρνούμαστε τα χλευάζουμε τα απωθούμε εκείνα με μεγαλύτερη ένταση και επιθετικότητα μας ορίζουν και μας κατευθύνουν.
Με ή χωρίς βοήθεια καλούμαστε να γίνουμε οι καλοί γονείς του εαυτού μας. Με κατανόηση, φροντίδα και αγάπη να αφουγκραστούμε αυτόν τον αληθινό εαυτό που κρύβεται μέσα μας και να τον απελευθερώσουμε από τα τυραννικά δεσμά των εσωτερικευμένων καταπιεστών. Άλλωστε, στις μέρες που διανύουμε μια τέτοια προσέγγιση είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
-της Νόρας Κοντοστεργίου B.A., Pg. Dip., M. Clin. Sc, Ψυχολόγου, Ψυχαναλυτικής, Ψυχοθεραπεύτριας
Σχολιάστε το άρθρο