Τα βασικότερα συστατικά της αρχαίας κρητικής κουζίνας ήταν τα σιτηρά, το ελαιόλαδο και το κρασί. Σε αιγυπτιακές τοιχογραφίες Κρήτες προσφέρουν στους Φαραώ αμφορείς με κρασί, ελαιόλαδο και αρωματισμένα λάδια. Ο Μινωικός, αλλά και ο Μυκηναϊκός πολιτισμός ανέπτυξαν πολύ γρήγορα εντονότατη εμπορική δραστηριότητα με όλους τους λαούς της περιοχής, Φοίνικες, Ασσυρίους, Σουμερίους, Λίβυους. Διατροφικές συνήθειες μπορούμε να περιγράψουμε από τα λίγα υπολείμματα γραφής (γραμμική Β) και τις ανασκαφές (εργαλεία, οστά, εγκαταστάσεις, αναπαραστάσεις…).
Πολλές περιγραφές έχουμε στις πινακίδες της γραμμικής γραφής Β, χρησιμοποιούσαν το λάδι, όχι μόνο για τη διατροφή τους, αλλά και για καλλωπισμό, αρωματισμό, θεραπεία και φωτισμό. Οι λογαριασμοί του ανακτόρου της Κνωσού αναφέρουν 4.000 δένδρα ελιάς.
Στα καθημερινά γεύματα άγρια και ήμερα ζώα. Ευρήματα από το 1190-1070 π.χ. οδηγούν στα συμπεράσματα ότι οι Μινωίτες παρασκεύαζαν χοιρομέρι. Ένα από τα αγαπημένα φαγητά τους, όπως μαρτυρούν κατάλοιπα σε αγγεία, ήταν το χοιρινό κρέας μαγειρεμένο με λάδι, κρασί, μυρωδικά και ρεβίθια. Επίσης ελάφια, ζαρκάδια, άγριες αγελάδες, αίγαγροι, αιγοπρόβατα, λαγοί, αγριοπερίστερα και πέρδικες. Το φαγητό συμπληρωνόταν από τη θάλασσα, από ψάρια, μαλάκια και όστρακα που μερικά τα παστώνανε ή τα κάνανε καπνιστά.
Από τη γραφή γραμμική Β δυστυχώς η γραμμική Α δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί γνωρίζουμε τη χρήση μπαχαρικών και αρωματικών στη μαγειρική των Κρητών. Τα αρωματικά και τα μπαχαρικά χρησιμοποιούνται για τη γεύση, όμως έχουν μια κρυμμένη μαγική ιδιότητα, απωθούν τη μούχλα, τα μικρόβια και θεραπεύουν. Ο άνηθος, η ρίγανη, το δενδρολίβανο, ο μάραθος, ο δυόσμος, ο τερέβινθος, το φασκόμηλο, το σέλινο, το κύμινο, το σκόρδο. Ο κόλιανδρος αναφέρεται σε γραμμική γραφή πάνω σε πήλινη πλακέτα της Κνωσού ως «Po-ni-ki-jo Ko-ri-ja-do-no» με πιθανή ερμηνεία «Φοινικικόν κορίανδρον». Αρωματικό, μπαχαρικό αλλά και βαφικό (για το χρώμα κίτρινο σε υφάσματα) είναι ο κρόκος ή ζαφορά ή σαφράν που απεικονίζεται στις τοιχογραφίες της Κνωσού και της Σαντορίνης (οι κροκοσυλλέκτες) και είχε τεράστια οικονομική σημασία εκείνη την εποχή. Επίσης τα τριαντάφυλλα, η σμύρνα, η ίριδα, το φασκόμηλο, κυπάρισσος, μαντζουράνα, ασπάλαθος, μυρτιά, δάφνη… Μερικά τα χρησιμοποιούσαν στα θυμιάματα όπως στύραξ, ρετσίνι, κεδροκούκουτσα, αλάβανος και βέβαια τη μαστίχα.
Πανάρχαιες συνήθειες διατηρούνται ως σήμερα, όπως οι χοχλιοί (κοχλιοί = σαλιγκάρια) μαγειρεμένοι γιαχνί ή με λαχανικά, ο «χόνδρος» ή «ξινόχονδρος» (τραχανάς με κρέας), το αγριοκάτσικο ή φουργιάρικο με μέλι όπως το λένε, η στάκα ή στακοβούτυρο, η ωρίμανση τυριού σε σπήλαια.
Οι Κεφτιού (Μινωίτες στη γλώσσα των Αιγυπτίων) είχαν αναπτύξει την καλλιέργεια αρωματικών και θεραπευτικών φυτών. Στη θέση Μπολάνης κοντά στο Ρέθυμνο, ανακαλύφθηκε εργαστήριο αρωματοποιίας από το 2160 π.χ. Είχαν αναπτύξει τη χρήση φαρμακευτικών και αρωματικών ελαίων για θεραπευτικούς αλλά και για καλλωπιστικούς σκοπούς. Σε κείμενα (σφηνοειδούς γραφής) το αρωματικό λάδι αναφέρεται ως ένα από τα τρία αναγκαία είδη διαβίωσης, μαζί με τη τροφή και την ένδυση.
Η ελιά και το ελαιόλαδο οδηγούν στην τεχνολογική εξέλιξη. Η ελιά είναι αυτοφυής στο μεσογειακό χώρο και ευρήματα αποδεικνύουν πως η αγριελιά υπάρχει τουλάχιστον από τον 20ο αιώνα π.χ. Η εκμετάλλευσή της αρχίζει γύρω στο 5000 π.χ. και η καλλιέργειά της σηματοδοτεί την απαρχή του μεσογειακού πολιτισμού. Οι ελιές δεν ήταν μόνο φαγητό, αλλά και προσφορές σε θεούς. Στη Ζάκρο της Κρήτης βρέθηκαν σε πηγάδι άψογα διατηρημένες ελιές του 2000 π.χ. οι οποίες είχαν προσφερθεί σε χθόνια θεά με σκοπό τη προστασία από τους σεισμούς. Η οικονομική της σημασία για τον Μινωικό κόσμο φαίνεται να είναι τεράστια. Είναι θέμα διακόσμησης, τόσο σε τοιχογραφίες όσο και σε κοσμήματα (περιδέραια με φύλλα ελιάς).
Στο Μύρτο της Κρήτης ευρήματα αποδεικνύουν τη παρουσία ρετσινιού σε κρασί. Επίσης στα Χανιά (ανασκαφές οδού Δασκαλογιάννη) σε αμφορείς και κύλικες ανιχνεύτηκε ένα ποτό που συνδύαζε ρετσινωμένο κρασί, μπύρα και μέλι. Ήδη από κείμενα της Πύλου γίνονται αναφορές για ένα μελωμένο κρασί από Κρήτη. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι το μέλι έπεφτε από τον ουρανό, με τη πρωινή δροσιά, πάνω στα λουλούδια και στα φύλλα κι από εκεί το μάζευαν οι μέλισσες.
Οι ομοιότητες εξέλιξης της μαγειρικής ανάμεσα στην Αρχαία Αίγυπτο και την Ελλάδα είναι αναρίθμητες. Το κρασί, ο ζύθος, το ψωμί, τα λαχανικά ανταλλάχτηκαν πρώτα ανάμεσα στους Μινωίτες και τους Αιγυπτίους της Μέσης Αυτοκρατορίας (μετά το 2100 π.χ.). Ο άρτος, το ψωμί το επιούσιον, γνώρισε άπειρες περιπέτειες και αλλαγές μέχρι να φθάσει στη σημερινή του μορφή, μορφές και γεύσεις που ανακάλυψαν οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιώντας τον κλίβανο, το φούρνο.
Σχολιάστε το άρθρο