Το ιώδιο και η ανεπάρκειά του στην Ευρώπη – ένα κρυμμένο πρόβλημα για τη δημόσια υγεία

Για ποιο λόγο είναι απαραίτητο το ιώδιο και τι μπορεί να γίνει για τη διαχείριση αυτού του προβλήματος για τη δημόσια υγεία; Στην Παγκόσμια Σύνοδο Υγείας το 1992 τα Ευρωπαϊκά έθνη ένωσαν τις δυνάμεις τους για την καταπολέμηση της ανεπάρκειας ιωδίου. Το 2002 τα Ηνωμένα Έθνη πίεσαν για την εξάλειψη του προβλήματος μέχρι το 2005. Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η ανεπάρκεια ιωδίου εντοπίζεται στην Ευρώπη και στις μέρες μας.

Το ιώδιο στον οργανισμό

ιώδιοΤο ιώδιο είναι απαραίτητο για την παραγωγή των θυρεοειδκών ορμονών, οπότε εμπλέκεται στον ενεργειακό μεταβολισμό. Η ανεπάρκεια ιωδίου οδηγεί σε υποθυρεοειδισμό, μια κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση βάρους, αδυναμία και μεγέθυνση του θυρεοειδούς αδένα (γνωστή ως «βροχγοκήλη»). Η έλλειψη ιωδίου αποτελεί ένα σημαντικό μέλημα για τη δημόσια υγεία, ειδικά για τις εγκύους, τα βρέφη, τα νήπια και τα νεαρά παιδιά, καθώς η παρατεταμένη έλλειψή του κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης προκαλεί μη αναστρέψιμη εγκεφαλική βλάβη και νοητική υστέρηση.

Διατροφικές πηγές

Το ιώδιο δεν είναι κοινό σε πολλά τρόφιμα, αλλά οι μεγαλύτερες ποσότητες μπορούν να βρεθούν στα θαλασσινά, τα οστρακοειδή, τα φύκη και τα γαλακτοκομικά προϊόντα (εξαιτίας των ιωδιούχων ζωοτροφών).2 Η σύσταση των τροφίμων σε ιώδιο διαφέρει κατά γεωγραφική περιοχή, εξαιτίας της διαφοροποίησης στην περιεκτικότητα σε ιώδιο του εδάφους και του θαλασσινού νερού. Το ιωδιούχο αλάτι αποτελεί μια σημαντική διαιτητική πηγή παγκοσμίως, αλλά η χρήση του ποικίλει σε μεγάλο βαθμό στις διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Όταν κατά την παραγωγή τροφίμων χρησιμοποιείται ιωδιούχο αλάτι, τα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα άλατος, όπως το ψωμί, τα λουκάνικα, το τυρί καθώς και τα αλμυρά σνακ και κάποια έτοιμα γεύματα, συνεισφέρουν ουσιαστικά στη διαιτητική πρόσληψη ιωδίου.

Συνιστώμενες και πραγματικές προσλήψεις

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει θέσει ως Συνιστώμενη Ημερήσια Πρόσληψη για τους ενήλικες τα 150 μg ιωδίου, με μέγιστη πρόσληψη τα 600 μg ιωδίου ανά ημέρα.2,3

Το 2007 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εκτίμησε ότι 19 Ευρωπαϊκές χώρες είχαν επαρκή πρόσληψη ιωδίου, σε σχέση με τις μόλις 2 το 1993.4 Παρόλα αυτά, από τις 40 Ευρωπαϊκές χώρες που μελετήθηκαν, οι 13 παρέμεναν με ανεπάρκεια ιωδίου. Επαγρύπνηση χρειάζεται για τα βρέφη, τα νήπια και τα μικρά παιδιά, πληθυσμούς ιδιαιτέρως ευπαθείς στην έλλειψη ιωδίου. Το 2004 ο ΠΟΥ αξιολόγησε ότι 43% των παιδιών στην Ευρώπη ηλικίας 6-12 ετών είχαν ανεπαρκή πρόσληψη ιωδίου, και μια μελέτη του 2010 στο Ηνωμένο Βασίλειο αποκάλυψε ότι 51% των κοριτσιών σχολικής ηλικίας κρίθηκαν ως ανεπαρκή.4,5

Οι φυτοφάγοι, τα άτομα σε δίαιτα χαμηλή περιεκτικότητας σε αλάτι και όσα έχουν αλλεργία στο γάλα ή το ψάρι είναι, επίσης, πιθανό να έχουν ανεπαρκή πρόσληψη ιωδίου.

Ιωδιούχο αλάτι

Το ιωδιούχο αλάτι έχει αποτελέσει την πιο αποτελεσματική από άποψη κόστους-οφέλους και επιτυχημένη λύση για την πρόληψη και θεραπεία της ανεπάρκειας ιωδίου παγκοσμίως.4 Παρόλα αυτά, σε λίγες Ευρωπαϊκές χώρες είναι υποχρεωτική η ιωδίωση του άλατος, ενώ η νομοθεσία διαφέρει από χώρα σε χώρα. Από το 2007, 17 από τις 40 Ευρωπαϊκές χώρες είχαν εθνικά προγράμματα που αφορούσαν το ιωδιούχο αλάτι. Η χρήση ιωδιούχου άλατος μπορεί να αυξάνει, καθώς το 2007 καταγράφηκε ότι 39% των νοικοκυριών στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη κατανάλωναν ιωδιούχο αλάτι, σε σχέση με το 27% που είχε καταγραφεί το 1999.4

Από την άλλη μεριά, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές τρώνε λιγότερο αλάτι, κυρίως εξαιτίας των οδηγιών για τη δημόσια υγεία που στοχεύουν στην πρόληψη της υπέρτασης και των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Στην Ευρώπη η κατανάλωση άλατος μειώθηκε τα τελευταία 50 χρόνια, φτάνοντας μια μέση πρόσληψη 8-12 γρ. ανά ημέρα, ενώ οι συστάσεις για τη δημόσια υγεία πιέζουν για μια πρόσληψη 5-6 γρ. ανά ημέρα.6 Η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της μείωσης στην πρόσληψη άλατος για την πρόληψη νοσημάτων και της αύξησης στην πρόσληψη ιωδιούχου άλατος εγείρει δυσκολίες για τους φορείς χάραξης πολιτικής. Επιπλέον, οι καταναλωτές προσλαμβάνουν αλάτι κυρίως μέσω επεξεργασμένων τροφίμων παρά από το επιτραπέζιο αλάτι, ώστε απαιτείται η συνεργασία της βιομηχανίας τροφίμων με τους φορείς τους σχετικούς με το ιωδιούχου αλάτι.

Συμπληρωματική χορήγηση και εμπλουτισμός

Το ιωδιούχο αλάτι είναι η κύρια λύση για την ανεπάρκεια ιωδίου, αν και υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές. Τα συμπληρώματα ιωδίου έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία σε υψηλού κινδύνου πληθυσμούς, όπως οι έγκυες. Στη Ρουμανία το ιωδιούχο έλαιο αντικατέστησε με επιτυχία το ιωδιούχο αλάτι, ενώ η Ιταλία (Σικελία) χρησιμοποιεί ιωδιούχο νερό. Εκτός Ευρώπης το ιώδιο έχει προστεθεί στο τσάι στην Κίνα, και έχει δοκιμαστεί στη ζάχαρη στη Γουατεμάλα και το Σουδάν. Η αύξηση της περιεκτικότητας σε ιώδιο των ζωοτροφών μπορεί εμμέσως να αυξήσει την περιεκτικότητα σε ιώδιο των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως για παράδειγμα στη Βόρεια Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το πλούσιο σε ιώδιο γάλα αποτελεί στις μέρες μας κύρια διαιτητική πηγή ιωδίου.4

Κοιτώντας μπροστά

Το 2010 το δίκτυο αριστείας EURRECA (EURopean micronutrient RECommendations Aligned), για την ευθυγράμμιση στην Ευρώπη των συστάσεων για τα μικροθρεπτικά συστατικά, χαρακτήρισε το ιώδιο ως ένα από τα 10 πρώτα μικροθρεπτικά συστατικά, για τα οποία υπάρχει ανάγκη αναθεώρησης των συστάσεων και ανάπτυξης κοινής πολιτικής.

Η ύπαρξη συστηματικών συστάσεων και συνεχούς παρακολούθησης είναι καίριας σημασίας για τη βελτίωση της πρόσληψης ιωδίου.

Η ανεπάρκεια ιωδίου παραμένει μια ανησυχία για τη δημόσια υγεία στην Ευρώπη, αν και ανανεωμένες συνεργασίες μεταξύ κυβερνήσεων, βιομηχανίας και καταναλωτών, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις ως προς τον εμπλουτισμό σε ιώδιο και την πολιτική για το ιωδιούχο αλάτι, είναι πολύ ελπιδοφόρα για τη βελτίωση της κατάστασης.

Αναφορές

Dunn JT. (2006). Iodine. Στο: M.E. Shils et al. (Eds.), Modern Nutrition in Health and Disease, 10th ed. (pp. 302–311). Philadelphia PA: Lippincott Williams & Wilkins.
Scientific Committee on Food (2002). Opinion of the Scientific Committee on Food on the tolerable upper intake level of iodine.
Commission Directive 2008/100/EC of 28 October 2008 amending Council Directive 90/496/EEC on nutrition labelling for foodstuffs as regards recommended daily allowances, energy conversion factors and definitions. OJ L 285, p. 9–12.
WHO and UNICEF (2007). Iodine deficiency in Europe: a continuing public health problem. Geneva: WHO.
Vanderpump MP et al. (2011). Iodine status of UK school girls: a cross-sectional survey. Lancet 377(9782):2007–2012.
Busch J et al. (2010). Salt reduction and the consumer perspective.
New Food 2/10:36–39.
Cavelaars AE et al. (2010). Prioritizing micronutrients for the purpose of reviewing their requirements: a protocol developed by EURRECA.
Eur J Clin Nutr 64(2):S19–30.

Πηγή: EUFIC

Σχολιάστε το άρθρο