ή πώς να πεθάνει κανείς ευχαριστημένος
μία ιστορία του Ρενέ Πασσέ
Από πού ερχόταν; Πού ζούσε; Κανείς δεν ήξερε. Μόνο ότι λεγόταν Μινίμ και ότι δεν ήταν ένας αλήτης σαν όλους τους άλλους. Κάθε μέρα έβρισκε ένα πιάτο φαΐ σ’ ένα εστιατόριο με αντάλλαγμα κάποιες μικροδουλειές. Τον έβλεπε κανείς συνέχεια σε μια κίνηση, από το υπόγειο μέχρι την κουζίνα και από το φούρνο στο περίπτερο ή τον εφημεριδoπώλη. Επέστρεφε πάντα και την τελευταία δραχμή από τα ρέστα του γιατί δεν ήθελε να θεωρηθεί ότι έκανε κάτι από ζητιανιά.
Ο Μινίμ -τι πιο φυσικό για έναν αλήτη- έψαχνε όλους τους σκουπιδοτενεκέδες. Αυτό όμως που τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν οτιδήποτε μπορούσε να διαβαστεί. Εφημερίδες, βιβλία, φυλλάδια, καθετί που έπεφτε στα χέρια του το «ξεκοκάλιζε». Έτσι είχε αποκτήσει μια περίεργη μόρφωση, γεμάτη εκπληκτικές γνώσεις αλλά και τεράστιες ελλείψεις και προσωπικές ερμηνείες. Θα ‘πρεπε να ακούσει κανείς τις σπασμένες αγγλικές λέξεις που είχε αποστηθίσει από μια μέθοδο που βρήκε σε μια σακούλα με σαπισμένα σπανάκια και λάδια. Μια μέρα, καθώς έψαχνε σ’ έναν σκουπιδοτενεκέ, ανακάλυψε κάτω από ένα μείγμα από μακαρόνια και λιωμένες ντομάτες ένα βιβλίο οικονομίας. Διαβάζοντάς το, ήταν σαν να ανοιγόταν ένας καινούργιος κόσμος μπροστά του.
«Ευτυχισμένος». Ναι, ένιωθε ευτυχισμένος. Αυτός που δεν είχε ούτε μια δραχμή, ένας αλήτης του δρόμου, ένας άστεγος, μάθαινε ότι ο εαυτός του ήταν ένα κεφάλαιο που είχε υποχρέωση να αξιοποιήσει. Αν κάτι του ανήκε, ήταν σίγουρα αυτό. Γιατί τι είναι ο άνθρωπος σε σχέση με το σπίτι ή τη γη που πιστεύει ότι κατέχει; Τίποτα άλλο από ένας προσωρινός χρήστης ανάμεσα σε μια ολόκληρη σειρά άγνωστων χρηστών που προηγήθηκαν και μια αντίστοιχη που θα ακολουθήσει. Ένας περαστικός που ασκεί ένα δικαίωμα χωρίς κατ’ ουσίαν καμία σημασία. Ανάμεσα στον άνθρωπο και την περιουσία του, τι ανήκει σε ποιον; Αυτό που μένει ή αυτό που περνάει; Ενώ το σώμα και το πνεύμα… Αυτά γεννιούνται και πεθαίνουν μαζί σου, σου ανήκουν γιατί είσαι εσύ. Ο Μινίμ για πρώτη φορά καταλάβαινε τι σημαίνει να είναι κανείς καπιταλιστής…
Εξ’ ορισμού, ο ιδιοκτήτης οφείλει να διαχειρίζεται την ιδιοκτησία του σαν καλός οικογενειάρχης. Αντίθετα με τον άσωτο υιό, οφείλει ως εκ τούτου να σκέφτεται το αύριο, να φροντίζει το κεφάλαιό του, να το προστατεύει, να το αναπτύσσει και τελικά, να το αυξάνει. Ο Μινίμ ήξερε τις υποχρεώσεις του γι’ αυτό και προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τις καινούργιες του γνώσεις.
Η προοπτική να μεγαλώσει το προσωπικό του κεφάλαιο με επενδύσεις του έφερε αυτόματα στο νου του λόγια ενός πολύ γνωστού χιουμορίστα: «Αυτός που ξεκινάει από το τίποτα για να φτάσει στο τίποτα», έλεγε ο Πιερ Ντακ, «δεν χρωστάει τίποτα σε κανένα». Ήταν σίγουρα η περίπτωσή του. Που θα έβρισκε τα απαραίτητα λεφτά για να αποκτήσει μια ανώτατη μόρφωση που θα του εξασφάλιζε επιπλέον γνώσεις και χρήματα; Δεν είχε τίποτα και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να δανειστεί τίποτα από κανένα. Δεν χρωστούσε βέβαια και τίποτα αλλά από μηδενική επένδυση προκύπτουν μηδενικά κέρδη. Τώρα που το σκεφτόταν ο Μινίμ, δεν άξιζε και πολλά πράγματα έτσι όπως ήταν.
Μια πολυκατοικία, όμως, δεν πουλιέται με τα διαμερίσματά της όπως μια επιχείρηση με τους κλάδους της; Τα όργανά του, του πρόσφεραν μια πολύ ενδιαφέρουσα προοπτική με σίγουρα κέρδη. Γι’ αυτόν το λόγο όμως θα έπρεπε να φύγει από την πατρίδα του. Και το έκανε: ήταν η εποχή που μπορούσε να πληρώσει κανείς το ταξίδι του δουλεύοντας στα αμπάρια ή στην κουζίνα ενός πλοίου.
Ξεκίνησε ενοικιάζοντας τις υπηρεσίες του σε μια εταιρεία μετάγγισης αίματος. Αυτό του απέφερε κάποια κέρδη ενώ το πολύτιμο υγρό αναπληρωνόταν αυτόματα… Τουλάχιστον, αν δεν είχε κανείς υπερβολικές απαιτήσεις. Η θυσία ήταν μικρή και το κέρδος αναμφισβήτητο. Ο Μινίμ επιτάχυνε το ρυθμό του. Όταν αργότερα του πρόσφεραν για το ένα νεφρό του ένα σημαντικό ποσό, έκανε τον ίδιο συλλογισμό και τελικά πείστηκε: «Άλλωστε, δεν θα πεθάνω μ’ ένα νεφρό λιγότερο». Απ’ ό, τι μπορούσε να καταλάβει κανείς, η επιχείρησή του δεν πήγαινε και άσχημα. Δεν θα ήταν σωστό να μπούμε σε πιο μακάβριες λεπτομέρειες, αρκεί να αναφέρουμε μόνο ότι οι υποθέσεις του αύξαναν καθημερινά. Κάθε «δουλειά» του ήταν επωφελής και τα κέρδη του μεγάλωναν.
Μια μικρή δυσκολία που συνάντησε, γρήγορα ξεπεράστηκε. Μετά από κάθε επέμβαση, το αρχικό του κεφάλαιο μειωνόταν, γεγονός που τον ανάγκασε να διαμορφώσει ένα σύστημα στάθμισης. Αν, για παράδειγμα, η βάση ξεκινούσε από το 1, ο συντελεστής κατέβαινε σταδιακά στο 0,98, 0,95, 0,90 κ.λπ. Έτσι, εισήγαγε μια νέα έννοια στο χώρο της επιστήμης, που του επέτρεπε να συνεχίζει ανενόχλητος την αξιοποίηση του κεφαλαίου του.
Παρ’ όλη όμως την ακρίβεια των υπολογισμών του, ο Μινίμ μετά από λίγο καιρό άρχιζε σιγά – σιγά να καταρρέει. Η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε επικίνδυνα εξαιτίας κυρίως των συνεχόμενων επεμβάσεων που η καθεμιά ξεχωριστά εξυπηρετούσε κάποιο σκοπό.
Έτσι ξεκίνησε ένας φαύλος κύκλος. Αυτό που απέμενε από τον Μινίμ έχανε διαρκώς την αξία του με αποτέλεσμα τα μικρά κέρδη που αποκόμιζε να είναι αρκετά για να δικαιολογούν νέες επεμβάσεις. Εν τω μεταξύ, όμως, ενθουσιασμένος από την αρχική του επιτυχία, είχε φτιάξει μια μικρή οικογένεια που έπρεπε να ταΐσει. Σε λίγο δεν είχε πια περιθώρια επιλογής. Η επιβίωση αυτών που αγαπούσε είχε μεγαλύτερη αξία απ’ οποιαδήποτε θυσία μπορούσε να κάνει.
Οι φίλοι που είχε δημιουργήσει σ’ αυτή τη χώρα άρχισαν να ανησυχούν και απευθύνθηκαν στις αρχές: «Κάντε κάτι», ικέτευαν, «ο φίλος μας, όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι γύρω μας που δεν έχουν τα μέσα να ζήσουν, καταστρέφεται σιγά – σιγά. Θα πρέπει κάποτε να σταματήσει αυτό».
Αντί για απάντηση, έλαβαν έναν μακροσκελή λόγο που μιλούσε για το σεβασμό της ελευθερίας επιλογής του ανθρώπου που απορρέει από το απαραβίαστο της ανθρώπινης προσωπικότητας. Το ίδιο απαραβίαστο που επικαλούνταν για να αρνηθούν τη βοήθεια στο φίλο τους. «Κάθε φορά που ένας άνθρωπος προβαίνει ελεύθερα σε μια συναλλαγή -ανεξάρτητα με το είδος αυτής της συναλλαγής- σημαίνει ότι αυτό που παραχωρεί έχει μικρότερη αξία απ’ αυτό που παίρνει σαν κέρδος. Κανείς λοιπόν δεν θα μπορούσε να αποφασίσει στη θέση του». Γιατί κανείς δεν θα ήταν ικανός να συγκρίνει τη χρησιμότητα δύο διαφορετικών ατόμων. «Στο όνομα ποιας αρχής θα επιλέγαμε εμείς αντί για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο»;
«Ενεργώντας όπως ακριβώς έκανε, ο φίλος σας συνέβαλε στη συλλογική ευημερία. Κάθε μέλος του σώματός του που προορίζεται για κάποιον εύπορο αγοραστή λαμβάνει μεγαλύτερη αξία απ’ αυτή που είχε σε έναν οργανισμό που δεν το εκμεταλλευόταν σωστά. Ο αποδέκτης προσφέρει μια τιμή που μπορεί βέβαια να είναι κατώτερη από τη χρησιμότητα που αντιπροσωπεύει αυτό το όργανο γι’ αυτόν, είναι όμως κατά πολύ ανώτερη από τη θυσία που θα πρέπει να υποστεί ο πωλητής. Έτσι κερδίζουν και οι δύο και καθώς η συναλλαγή δεν βλάπτει κάποιο τρίτο πρόσωπο, η κοινωνική του αξία είναι προφανής. Αυτό ονομάζεται το κατά Παρέτο άριστον».
«Μα γιατί» επέμεναν οι φίλοι του, «θα πρέπει πάντα αυτοί που έχουν τα λιγότερα να θυσιάζονται για να ωφελούνται οι πιο προνομιούχοι;»
«Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το ανθρώπινο κεφάλαιο των τελευταίων, στο οποίο έχουν επενδύσει, έχει μεγαλύτερη αξία από των φτωχών. Πιστεύετε ότι αυτό είναι άδικο; Μα σε τι συνίσταται η δικαιοσύνη αν όχι στο να αποδίδει στον καθένα αυτά που έχει δώσει στους άλλους; Αν ο φτωχός κερδίζει λίγα, είναι γιατί, αντίθετα με τον πλούσιο, παράγει λιγότερα για την κοινωνία. Το κέρδος που αποκομίζει ο καθένας είναι το αντίστοιχο της προσφοράς του στα κοινά αγαθά. Αν λοιπόν οι φτωχοί θέλουν να αξίζουν περισσότερο, δεν έχουν παρά να γίνουν πλούσιοι. Το αίτημά σας εξάλλου θέτει υπό αμφισβήτηση και την ίδια την κατανομή του πλούτου. Πάνω σ’ αυτό το θέμα, όμως, κανείς δεν μπορεί να αποδείξει την ανωτερότητα του ενός συστήματος σε σχέση με ένα άλλο. Γιατί λοιπόν θέλετε να αλλάξετε αυτό που ήδη υπάρχει; Να αντικαταστήσετε το ον από το μη ον; Είστε μηδενιστές»;
«Μηδενιστές», οι φίλοι οι Μινίμ δεν καταλάβαιναν καλά αυτό για το οποίο τους κατηγορούσαν, αλλά ήξεραν σίγουρα ότι πρόκειται για κάτι σοβαρό. Κι έπειτα, όλες αυτές οι έννοιες, όπως «το κατά Παρέτο άριστον», τους φαίνονταν εντυπωσιακές. Συγκινημένοι από την ευγένεια της σκέψης που ενέπνεε έναν τέτοιο σεβασμό στην προσωπικότητα του ανθρώπου και προβληματισμένοι από τη δύναμη των επιχειρημάτων που ξεπερνούσαν τη δική τους λογική, δεν μπορούσαν παρά να συμφωνήσουν.
Έτσι, μετά από μια σειρά επεμβάσεων, ο Μινίμ έσβησε. Είχε όμως μέχρι τέλους διαχειρισθεί σωστά το κεφάλαιό του.
Οι αρχές εξυμνούν σήμερα τη μνήμη του καλού οικογενειάρχη και συνετού καπιταλιστή που πέθανε ευχαριστημένος, εκπληρώνοντας το καθήκον του προς την κοινωνία.
Μια ολόκληρη σχολή στηριγμένη στο παράδειγμά του απέδειξε τις αρετές της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Αν ό, τι υπάρχει γύρω μας, από τις φάλαινες στους ωκεανούς, μέχρι τον αέρα που αναπνέουμε, αποτελούσε αντικείμενο μιας τέτοιας διαχείρισης, τότε θα μπορούσαμε να «αξιοποιήσουμε» ολόκληρο τον πλανήτη σαν καλοί οικογενειάρχες λύνοντας αυτόματα κάθε πρόβλημα, όπως δείχνει και η ιστορία του Μινίμ.
Γιατί αντί να σπαταλήσει την περιουσία του, την ανέπτυξε σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν για την περίπτωσή του. Και υπέρτατη ανταμοιβή, θα υπογραμμίσουν οι ευαίσθητες ψυχές, ο Μινίμ δεν πέθανε τελείως. Πολλά μέλη του βρίσκονται στο σώμα κάποιων προνομιούχων οι οποίοι θα τα αξιοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο.
Αυτή η τρυφερή σκέψη αποδεικνύει ότι δεν έχει χαθεί το συναίσθημα από την εποχή μας, παρ’ όλο που κάποιοι παράξενοι θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι μερικές φορές είναι πολύ σκληρή.
Μετάφραση
Τατιάνα Οικονομίδου
από το SAVOIRS
Le Monde Diplomatique
Σχολιάστε το άρθρο