(μέρος τέταρτο)
Διατροφολογικές Αιτίες των Παθήσεων, Θεραπευτική Προσέγγιση και Κοινωνικό Πλαίσιο
Με την ανακάλυψη της βιταμίνης Α από τον Hopkins το 1912 και της χημικής της δομής από τον Carrer το 1933 πολλοί επιστήμονες συμπεριλαμβανομένων φυσιολόγων, βιοχημικών και γιατρών ξεκίνησαν έναν αγώνα να εντοπίσουν τα θρεπτικά συστατικά, τις χημικές ενώσεις της τροφής και να εξετάσουν το ρόλο τους στην υγεία και την ασθένεια. Ένα προς ένα τα μυστήρια της τροφής ξετυλίγονταν σε ινστιτούτα ερευνών και εργαστήρια σε όλο τον κόσμο. Οι βιταμίνες, τα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία, τα λεγόμενα «μικροθρεπτικά», έγιναν τόσο σημαντικά για την υγεία όσο και οι προκάτοχοι τους τα «μακροθρεπτικά» πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπη τον 19ο αιώνα.
Το νέο θεραπευτικό μοντέλο που εμφανίστηκε στο προσκήνιο ήταν βασισμένο στην «αφαιρετική» υπόθεση της ασθένειας και όχι στην «προσθετική», η οποία θεωρείτο η προσέγγιση της συμβατικής ιατρικής. Η αιτία της ασθένειας δεν αποδιδόταν στην πρόσθεση ενός ξένου παράγοντα π.χ. μικρόβια στο σύστημα, αλλά περισσότερο στην έλλειψη του οργανισμού σε ζωτικά θρεπτικά συστατικά. Οι ελλείψεις αυτές αποδίδονταν σε μεγάλο ποσοστό στην εντατική καλλιέργεια και στη βιομηχανοποίηση της τροφής, τα οποία την απογύμνωναν από πολλά θρεπτικά συστατικά της και μείωναν τη διατροφική της αξία.
Ο Linus Pauling (1949), δύο φορές τιμημένος με βραβείο Νόμπελ, πρόσθεσε το κύρος του στην επιστημονική μελέτη ανακηρύσσοντας τη διατροφή ως την «ιατρική του αύριο» και επινοώντας τη φράση «ορθομοριακή ιατρική». Ισχυρίστηκε πως για να λειτουργήσει το ανθρώπινο σώμα σε επίπεδα υγείας χρειαζόταν «ορθά μόρια», τα οποία είναι τα θρεπτικά συστατικά μιας φρέσκιας, καθαρής τροφής. Αυτό υποκινήθηκε ακόμη περισσότερο από τη φανερή αποτυχία της συμβατικής ιατρικής να αναχαιτίσει ειδικά την αύξηση των εκφυλιστικών παθήσεων. Ο Cheraskin (1995) περιέγραψε το σύγχρονο σύστημα υγείας ως την «ταχύτερα αποτυγχάνουσα επιχείρηση».
Δυτικές κυβερνήσεις καθιέρωσαν διατροφικές έρευνες οι οποίες απέδειξαν ελλείψεις σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού κάτω των Σ.Η.Δ. (Συνιστώμενων Ημερησίων Δόσεων), ειδικά σε ψευδάργυρο, σίδηρο και μαγνήσιο. Ο Newman (1992) ανέφερε πως στις ανεπτυγμένες χώρες το 98% του πληθυσμού είχε κάποια μορφή αρθριτικών και το υπόλοιπο 2% θα το ανέπτυσσε σύντομα. Εντόπισε την έλλειψη του στοιχείου βορίου ως μία από τις αιτίες. Οι Schauss και Costin (1989) απέδωσαν πολλές διατροφικές διαταραχές σε χρόνια έλλειψη χρωμίου.
Οι Passwater (1978), Dune και Kirschmann (1973) και Werbach (1988) ανέφεραν τη συσχέτιση της έλλειψης σεληνίου στο χώμα και την εμφάνιση καρκίνου σε πληθυσμούς.
Γυναικολογικά προβλήματα που βιώνει η πλειοψηφία των γυναικών όπως το προεμμηνορροϊκό σύνδρομο συνδέονται επίσης με τις διατροφικές συνήθειες. Η Stewart (1992) αναφέρει πως ενώ πριν ανακαλύψει τη διατροφή ο γιατρός της απέδιδε τα συμπτώματα της στο «μυαλό» της, τώρα πιστεύει πως με τη σωστή δίαιτα και την λήψη συμπληρωμάτων μπορεί να τα ξεπεράσει.
Πιο ανησυχητικά οι ερευνητές άρχισαν να συνδέουν διανοητικές παθήσεις ακόμη και εγκληματική συμπεριφορά με διατροφικές ελλείψεις. Ο Schmidt (1997) αναφέρει πως αφού ο εγκέφαλος αποτελείται από περισσότερο από 60% λίπος, η έλλειψη ζωτικών λιπαρών οξέων συμβάλλει σε πολλές νευρολογικές και διανοητικές ασθένειες και πως το ανθρώπινο γένος πιθανότητα εξελίχθηκε μέσω μιας διατροφή πλούσια σε ωμεγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρά οξέα. Ο Gesh (ION 1994) υποστηρίζει πως μια διατροφή πλούσια σε ζάχαρη και κατεργασμένες τροφές έχει αποδειχτεί ότι προωθεί εγκληματική συμπεριφορά. Οι Pfeiffer και Holford (1993) αποδίδουν την σχιζοφρένεια και άλλες διανοητικές ασθένειες σε ελλείψεις ψευδαργύρου και βιταμίνης Β6 και υψηλά επίπεδα χαλκού στο αίμα.
Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα υπάρχει μια αναπτυσσόμενη τάση για οτιδήποτε «φυσικό» άρα και «υγιεινό». Όπως αναφέρει ο Coward (1989) «η φύση είναι πιθανότατα η πιο σημαντική έννοια του κινήματος εναλλακτικής υγείας». Υποστηρίζοντας πως μια θεραπεία, ένα φάρμακο ή τροφή είναι «φυσικό» αυτόματα θεωρείται «αξιόπιστο». Η διατροφολογική θεραπευτική εξελίσσεται γρήγορα μέσα σε αυτήν την τάση υποστηρίζοντας τη δημιουργία μιας τεράστιας βιομηχανίας συμπληρωμάτων αναζητώντας να «καλύψει διατροφικές ελλείψεις» και να αποκαταστήσει την υγεία στους ανθρώπους.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν προβλήματα με αυτή την προσέγγιση και τις προσπάθειες προώθησης διατροφικών συμβουλών στους καταναλωτές. Οι Passwater και Kandaswami (1994) αναφέρουν πως o Gyorgi που ανακάλυψε τη βιταμίνη C είχε παρατηρήσει πως η δραστικότητα της ήταν πολύ πιο αυξημένη όταν δινόταν ως ανεπεξέργαστος χυμός λεμονιού απ’ ότι μόνη της. Αυτό οδήγησε στην ανακάλυψη χιλιάδων οργανικών χημικών ενώσεων στην τροφή που ονομάζονται «φυτοθρεπτικά» και εργάζονται συνεργατικά και ενισχύουν τα αποτελέσματα ενός απλού διατροφικού συμπληρώματος. Τα συμπληρώματα λοιπόν δεν μπορούσαν να έχουν ακριβώς τα ίδια ευεργετικά αποτελέσματα όπως οι τροφές.
Επιπλέον ο Hum (1999) αναφέρει ότι αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό είναι τα ενυπάρχοντα περίπλοκα «ενεργειακά» πεδία της τροφής που απορροφάται και όχι απλά η προφανής χημική σύνθεση. Ακόμα και οι «φυσικές υγιεινές» τροφές επομένως αν δεν καταναλωθούν αμέσως μετά την συγκομιδή δεν μπορούν να θεωρηθούν το ίδιο καλές όσο οι φρέσκες. Ο Bland (1993) πιστεύει πως ακόμα και τα πιο υγιεινά τρόφιμα δεν μπορούν να χωνευτούν σωστά αν τα πεπτικά ένζυμα δεν υπάρχουν στο σύστημα εξαρχής, το οποίο μπορεί να είναι αντανάκλαση βιολογικής ή εθνικής ιδιαιτερότητας.
Η ποικιλία της τροφής που λαμβάνεται είναι επίσης πολύ σημαντική. Οι φυτοφάγοι συχνά μπορεί να έχουν έλλειψη βιταμινών Β6, Β12 και σιδήρου αν δεν καταναλώνουν μεγάλη ποικιλία διαφορετικών τροφών. Αυτό εντούτοις μπορεί να μην είναι τόσο εύκολο για όλους να το επιτύχουν στο σύγχρονο τρόπο ζωής και τις κοινωνικές περιστάσεις.
Μετά είναι η γενικότερη στάση του κόσμου. Ο Caplan (1997) καταγράφει τον σκεπτικισμό των ασθενών απέναντι σε ιατρικές συμβουλές στη διατροφή. Δεν περιμένουν από τους γιατρούς διατροφικές συμβουλές γιατί τις θεωρούν λιγότερο σημαντικές από τα φάρμακα. Η συμμόρφωση με τις συμβουλές διατροφής εμποδίζεται και από το γεγονός ότι ο τρόπος ζωής και οι διατροφικές συνήθειες επηρεάζονται από το κοινωνικό τους περιβάλλον και τους κάνουν να μην αποδέχονται εύκολα τις αλλαγές.
Υπάρχουν όμως και άλλες απόψεις. Ο Sontag (1977) αναφέρει πως γίνεται πλέον εντατική έρευνα στη σχέση συναισθημάτων και άγχους με τον καρκίνο που δημιουργείται από τον σύγχρονο τρόπο ζωής και όχι μόνο από διατροφικές ελλείψεις. Και όπως σημειώνει ο Yadkin «οι άνθρωποι δεν τρώνε θρεπτικά συστατικά, τρώνε φαγητό. Το φαγητό που δεν τρώγεται έχει μηδενική θρεπτική αξία».
Όταν επίσης κάποιος προσπαθεί να επαναφέρει την υγεία στους ανθρώπους μέσω της διατροφικής μεσολάβησης θα πρέπει να έχει υπόψη του τον ορισμό των Ηνωμένων Εθνών για την υγεία «Η καλή σωματική και πνευματική κατάσταση του ατόμου και οι κοινωνικές περιστάσεις και όχι μόνο η απουσία ασθένειας «.
Συμπέρασμα
Οι Pietroni και Pietroni (1996) αναφέρουν πως ένα ολοκληρωμένο «ολιστικό» σύστημα μέριμνας της υγείας, θεραπεύοντας ολόκληρο το άτομο δεν είναι αρκετό αν την ίδια στιγμή το άτομο δεν αντιμετωπίζεται ως μέρος του συνόλου. Καμία θεραπευτική πειθαρχία, διάγνωση και θεραπεία δεν μπορεί να αγνοήσει πως το άτομο ανταποκρίνεται και διαμορφώνεται από ισχυρές κοινωνικές δυνάμεις, πεποιθήσεις και τρόπο ζωής που καθορίζουν την θεραπευτική του ανταπόκριση και συμμόρφωση. Το να ιδωθεί το άτομο στο πλαίσιο αυτών των δυνάμεων είναι πιθανόν ένα αναπόσπαστο μέρος των ικανοτήτων του θεραπευτή και θα έπρεπε να προωθηθεί σε όλες τις θεραπευτικές μεθόδους ως μελέτη «θεραπευτικής κοινωνιολογίας».
-του Γεώργιου Μηνούδη
Κλινικού Διατροφολόγου DipION, MSc BCMA British Association of Nutritional Therapists
Σχολιάστε το άρθρο