Η Ελληνική Διατροφολογική Εταιρεία ανακοίνωσε τα συμπεράσματα της έρευνας που διεξήγαγε σχετικά με την ποιότητα της διατροφής των σημερινών Ελλήνων σε συνέντευξη τύπου στο Δημαρχιακό Μέγαρο Αμαρουσίου.
Αναλυτικά, τα συμπεράσματα της έρευνας της Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας έχουν ως εξής:
Εισαγωγή
Η ελληνική παραδοσιακή διατροφή χαρακτηρίζεται από ποικιλία τροφίμων: ελαιόλαδο, φρούτα, λαχανικά, άγρια χόρτα, βότανα, όσπρια, δημητριακά, ξηρούς καρπούς και κόκκινο κρασί. Τα συγκεκριμένα τρόφιμα έχουν αποδεδειγμένα συνδεθεί με χαμηλότερα ποσοστά καρκίνου, καρδιαγγειακών παθήσεων και θνησιμότητας. Ωστόσο, η σύγχρονη ελληνική διατροφική πραγματικότητα δυστυχώς επιβεβαιώνει ότι οι σημερινοί Έλληνες δεν έχουμε κατανοήσει το παραπάνω δεδομένο. Οι αριθμοί μας προσγειώνουν στη σκληρή πραγματικότητα: Περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο Έλληνες εμφανίζουν υπέρταση (μόνο το 70% γνωρίζει το πρόβλημα, και από αυτούς, μόνο το 51% λαμβάνει θεραπεία), το 40% του ελληνικού πληθυσμού παρουσιάζει τιμές χοληστερόλης επάνω από το φυσιολογικό (200 mg/dl) και ετησίως στην Ελλάδα καταγράφονται 15.000 – 16.000 εμφράγματα. Επίσης:
– Η συχνότητα του σακχαρώδη διαβήτη στην Ελλάδα είναι αντίστοιχη με αυτή των Ευρωπαϊκών χωρών (4%)
– Ένας στους δέκα άνδρες ηλικίας 50-59 ετών πάσχει από στεφανιαία νόσο
– Η πιθανότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας έχει αυξηθεί κατά 40%.
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής (άγχος, κάπνισμα, ορμόνες & χημικά των τροφίμων, ανεπαρκής ύπνος, χρήση κινητών τηλεφώνων, έκθεση σε χημικές & τοξικές ουσίες – μόλυνση, ραδιενέργεια) καθώς και η κακή διατροφή φέρουν ως αποτέλεσμα, η παχυσαρκία όπως και διάφορα χρόνια νοσήματα να απειλούν σήμερα τους Έλληνες ολοένα και περισσότερο. Τα παιδιά που ζουν στην Κρήτη καταναλώνουν 29% περισσότερα κορεσμένα (βλαβερά) λιπαρά σε σχέση με το παρελθόν, ενώ έχουν μειώσει κατά 59% τα μονοακόρεστα (Kafatos et al. 1991). Οι διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων επιδεινώνονται διαρκώς (Yannakoulia Μ et al. 2009) και το ερώτημα είναι υγιεινά και ποιοτικά τρώνε σήμερα οι Έλληνες;
Προκειμένου να διαπιστωθεί το κατά πόσο «ελληνικά» τρώνε σήμερα οι Έλληνες, αλλά και επιμέρους ερευνητικά ερωτήματα όπως: Ποιο είναι το ποσοστό των Ελλήνων που βρίσκεται σε διατροφικό κίνδυνο, Κατά πόσο διαφοροποιείται ο βαθμός διατροφικής ευαισθητοποίησης στα δύο φύλα και αν συνδέεται η αυξανόμενη τάση παχυσαρκίας και των διάφορων χρόνιων εκφυλιστικών νοσημάτων με τις σημερινές ελληνικές διατροφικές συνήθειες, η Ελληνική Διατροφολογική Εταιρεία διεξήγαγε μεγάλη έρευνα σε ένα εκτεταμένο δείγμα από επτά περιοχές της Ελλάδας. Για το λόγο αυτό λήφθηκε δείγμα από 798 Ενήλικες 18 – 73 ετών, το οποίο αποτελούσαν 304 Άνδρες και 494 Γυναίκες, οι οποίοι προσήλθαν σε Διαιτολογικές Μονάδες σε: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κατερίνη, Ιωάννινα, Κορινθία, Κρήτη και Κεφαλονιά, στο χρονικό διάστημα Ιούνιος – Σεπτέμβριος 2012. Οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν περιγράφονται ως εξής: Το δείγμα ζυγίστηκε & μετρήθηκε το ύψος, υπολογίστηκε ο Δείκτης Σωματικής Μάζας, μετρήθηκε η περίμετρος Μέσης, λήφθηκε ερωτηματολόγιο συνηθειών διατροφής, τρόπου ζωής και ανάκληση 24ώρου βάσει προσωπικής συνέντευξης. Τέλος, υπολογίστηκε ο βαθμός υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής βάσει του δείκτη MedDietScore, μέσω ερωτηματολογίου. Ο δείκτης MedDietScore αποτελεί βασικό εργαλείο αποτίμησης του βαθμού υιοθέτησης του μοντέλου της Μεσογειακής Διατροφής (Panagiotakos DB et al 2007). Αποτελείται από 11 συνιστώσες που χαρακτηρίζουν το παραδοσιακό διατροφικό πρότυπο και αφορούν στην κατανάλωση των ακόλουθων τροφίμων: Μη-επεξεργασμένα δημητριακά / ψωμί / ζυμαρικά (ολικής άλεσης), ρύζι κλπ, Φρούτα, Λαχανικά, Όσπρια, Ψάρια, Πατάτες, Κρέας και κρεατοσκευάσματα, Πουλερικά, Πλήρη γαλακτοκομικά (τυρί, γιαούρτι, γάλα), Ελαιόλαδο και πρόσληψη αλκοόλ.
Το συνολικό σκορ προκύπτει μετά από άθροιση των επιμέρους βαθμών για την κάθε κατηγορία τροφίμων και κυμαίνεται από 0 – 55. Υψηλά σκορ υποδεικνύουν και μεγαλύτερη συμμόρφωση με τις αρχές της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής (Panagiotakos et al. 2009). Η μέση τιμή του MedDietScore είναι 27,5 και υποδηλώνει μέτριο βαθμό υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής. Αναλυτικά, η κλίμακα που χρησιμοποιήθηκε και ο χαρακτηρισμός της υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής παρουσιάζεται ως ακολούθως:
– 0–13: Καθόλου καλό επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής
– 14–27: Μέτριο (Ανεπαρκές) επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής
– 28 – 41: Καλό επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής
– 42 – 55: Πολύ επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής
Για τη στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό SPSS 17.0, ενώ οι συσχετίσεις μεταξύ συνεχών μεταβλητών πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση του συντελεστή συσχέτισης του Pearson (ή του Spearman, στην περίπτωση μη κανονικότητας).
Τα αποτελέσματα έχουν ως ακολούθως
Στο συνολικό δείγμα, σκορ 0–13 (Καθόλου καλό επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής) σημειώνει το 19,3%, σκορ 14–27 (Μέτριο – Ανεπαρκές επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής) το 30,83%, σκορ 28 – 41 (Καλό επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής) το 31,7% και σκορ 42 – 55 (Πολύ επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής) σημειώνει μόνο το 18,17%. Αυτό σημαίνει ότι το ποσοστό των Ελλήνων που δεν υιοθετούν ικανοποιητικά τους κανόνες της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής (σκορ κάτω του μέσου όρου) ανέρχεται στο 50,13%, ενώ το 49,87% παρουσιάζει σχετικά καλύτερες διατροφικές συνήθειες. Αναλυτικά, τα σκορ που σημειώνουν οι άνδρες του δείγματος είναι: σκορ 0–13 (Καθόλου καλό επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής) το 23,03%, σκορ 14–27 (Μέτριο – Ανεπαρκές επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής) το 28,94%, σκορ 28 – 41 (Καλό επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής) το 37,83%, και σκορ 42 – 55 (Πολύ επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής) σημειώνει μόνο το 10,2%. Επομένως, το ποσοστό μη ικανοποιητικής υιοθέτησης (σκορ κάτω του μέσου όρου) των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής από τους άνδρες του δείγματος είναι 51,97%, ενώ το 48,03% παρουσιάζει σχετικά καλύτερες διατροφικές συνήθειες. Τα σκορ των γυναικών του δείγματος έχουν ως ακολούθως: σκορ 0–13 (Καθόλου καλό επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής) σημειώνει το 17%, σκορ 14–27 (Μέτριο – Ανεπαρκές επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής) το 31,98%, σκορ 28 – 41 (Καλό επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής) το 27,94% και σκορ 42 – 55 (Πολύ επίπεδο υιοθέτησης των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής) σημειώνει το 23,08%. Συνεπώς, το ποσοστό μη ικανοποιητικής υιοθέτησης (σκορ κάτω του μέσου όρου) των αρχών της υγιεινής διατροφής από τις γυναίκες είναι 48,98%, ενώ το 51,02%, εμφανίζει καλύτερες διατροφικές συνήθειες.
Συμπεράσματα:
Η ελληνική παραδοσιακή διατροφή συσχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο χρόνιων εκφυλιστικών νοσημάτων (Estruch et al. 2006, Mitrou et al. 2007). Βάσει των συμπερασμάτων της συγκεκριμένης έρευνας, η οποία διεξήχθη με τη χρήση του δείκτη MedDietScore, το ποσοστό μη ικανοποιητικής υιοθέτησης (σκορ κάτω του μέσου όρου) των αρχών της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής από τους σημερινούς Έλληνες είναι 50,13%, 51,97% στους άνδρες και 48,9% στις γυναίκες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι περίπου 1 στους 2 Έλληνες δεν τρώει υγιεινά και ποιοτικά! Επίσης, περίπου 2 στους 10 Έλληνες (19,3% στο συνολικό πληθυσμό), 23,03% στους άνδρες και 17% στις γυναίκες, βρίσκονται σε διατροφικό κίνδυνο, συγκεντρώνοντας πολύ χαμηλό σκορ εφαρμογής υγιεινών διατροφικών συνηθειών. Τα στοιχεία μας αυτά συμφωνούν με τα συμπεράσματα της μελέτης ΑΤΤΙΚΗ (Panagiotakos et al. 2006), η οποία υπέδειξε ότι ο βαθμός υιοθέτησης της παραδοσιακής διατροφής είναι 46% στους άνδρες (έναντι 48,03% του δείγματος της παρούσας μελέτης) και 49% στις γυναίκες (έναντι 51,02% που συγκέντρωσαν οι γυναίκες της παρούσας μελέτης). Με βάση τα δεδομένα αυτά, είναι φανερό ότι οι γυναίκες εμφανίζουν σε γενικές γραμμές καλύτερη συμμόρφωση με τις αρχές της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής συγκριτικά με τους άνδρες.
Όπως αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης, αλλά και πολλών άλλων, οι σημερινές διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων σκιαγραφούν ζοφερή σύγχρονη πραγματικότητα. Με δεδομένο ότι οι λανθασμένες διατροφικές συνήθειες επαυξάνουν τον κίνδυνο για χρόνια προβλήματα υγείας, εξηγείται γιατί διάφορες Χρόνιες Παθήσεις και η Παχυσαρκία απειλούν όλο και περισσότερο τον Ελληνικό πληθυσμό. Συνεπώς, η συγκεκριμένη έρευνα, αλλά και πολλές άλλες, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου!
Επομένως σήμερα, είναι επιβεβλημένο όλοι οι Έλληνες να εφαρμόσουν στην πράξη τις αρχές της ελληνικής παραδοσιακής διατροφής. Αυτό πρέπει να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα με δεδομένη τη σχέση αυτού του πρότυπου διατροφής με τη βελτίωση της υγείας. Με τον τρόπο αυτό ως Έλληνες, αξιοποιούμε στο έπακρο την ευκαιρία που μας χαρίζει ο μοναδικός πλούτος της ελληνικής φύσης και η ιδιαίτερη τύχη να ζούμε σε μία χώρα η οποία γέννησε όχι μόνο τον πολιτισμό, αλλά και τις διατροφικές αξίες!
Επισημάνεις:
Η παρούσα έρευνα χαρακτηρίζεται ως πιλοτική μελέτη και αποτελεί μέρος των ερευνών που ασχολούνται με τη διατροφική πρόσληψη των Ελλήνων ενηλίκων.
Περιορισμοί:
Το δείγμα το οποίο επιλέχθηκε δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικό του ελληνικού πληθυσμού, παρά το γεγονός ότι προέρχεται από επτά διάφορες περιοχές που όμως μπορεί να μην αντιπροσωπεύουν το σύνολο της Ελληνικής επικράτειας. Επίσης, το συγκεκριμένο δείγμα χαρακτηρίζεται ως «ευαισθητοποιημένο» με βάση το χαρακτηριστικό ότι προσήλθε οικιοθελώς στις Διαιτολογικές Μονάδες όπου πραγματοποιήθηκε η έρευνα. Ένας επιπλέον περιορισμός είναι και η ανισομερής κατανομή Ανδρών – Γυναικών του δείγματος. Τέλος, η μελέτη πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του ερωτηματολογίου του MedDietScore. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν απόλυτα αξιόπιστο το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο, ως Ελληνική Διατροφολογική Εταιρεία θεωρούμε ότι είναι απαραίτητος ο συνδυασμός του MedDietScore με ένα ερωτηματολόγιο Συχνότητας Κατανάλωσης Τροφίμων (F.F.Q.). Θεωρώντας λοιπόν τα αποτελέσματα της παρούσης μελέτης ως προκαταρτικά, υπογραμμίζουμε ότι σαφώς απαιτούνται περισσότερες έρευνες προκειμένου να επιβεβαιώσουν τα συμπεράσματα της συγκεκριμένης εργασίας.
Σχολιάστε το άρθρο